διατετραίνω

Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

fut. (Ion.)

   A -τετρανέω Hdt. (v. infr.), or -τρήσω Apollod. Poliorc.148.3: aor. -έτρησα Plu.2.370b, App.Mith.26:—Med., -τρήσαιο Gal.4.708:—Pass., aor. part. -τρηθείς BGU321.13: pf. part. -τετρηυένος Apollod.Poliorc.152.2:—bore through, κεφαλάς Hdt. 3.12; ᾠόν Plu.l.c.:—Med., aor., ὦτα διετετρήνατο Ar.Th.18:—διατελ-διατιτραίνω Thphr.CP1.17.9 (Pass.); also (as if from διατίτρημι) part. διατιτράντες D.C.69.12, impf. διετίτρη App.Pun.122:—late pres. διατιτράω Suid.: impf. διετίτρων App.Hisp.77; διετίτρα Gal.14.18.

German (Pape)

[Seite 606] durchbohren, durchlöchern; Her. 2, 11; διατετρανέεις 3, 12. – Med., διετετρήνατο, Ar. Th. 18. – Vgl. διατιτράω.

Greek (Liddell-Scott)

διατετραίνω: μέλλ. -τρανέω, Ἀττ. -τρανῶ, ἢ -τρήσω· - διατρυπῶ, κάμνω ὀπὴν ἔν τινι, τι Ἡρόδ. 2, 11., 3. 12· κατὰ μέσ. ἀόρ. διετετρήνατο Ἀριστοφ. Θεσμ. 18· - ὁ Θεόφρ. (Αἰτ. Φ. 1. 17, 9) ἔχει διατιτραίνω· καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζοῖς εὑρίσκομεν ἐνεστῶτα διατιτράω, Ἀππ. Καρχ. 8. 122· καὶ μετοχὴ ὡς ἐκ τοῦ διατίτρημι, διατιτράντες ὁδοὺς Δίων Κ. 69. 12.

French (Bailly abrégé)

f. 2ᵉ sg. ion. διατετρανέεις;
trouer, percer;
Moy. διατετραίνομαι (ao. 3ᵉ sg. διετετρήνατο) m. sign.
Étymologie: διά, τετραίνω.