ἰοστέφανος
English (LSJ)
ον,
A violet-crowned, epith. of Aphrodite, h.Hom.6.18, Sol.19.4; of the Muses, Thgn.250; esp. of Athens, Pi.Fr.76, cf. B.5.3, Ar.Ach.637, Eq.1323.
German (Pape)
[Seite 1256] dasselbe; Aphrodite, H. h. 5, 18, wie Sol. bei Plut. Sol. 26; Musen, Theogn. 250; Ἀθῆναι, Pind. trg. 46; Ar. Equ. 1334 Ach. 645.
Greek (Liddell-Scott)
ἰοστέφᾰνος: -ον, φορῶν στέμμα ἐξ ἴων, ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Ὁμ. Ὕμν. 5. 18, Σόλων 11. 4˙ τῶν Μουσῶν, Θέογν. 250˙ τῶν Χαρίτων, Ἀνθ. Π. 8. 127˙ ἰδίως τῶν Ἀθηνῶν, Πινδ. Ἀποσπ. 46, πρβλ. πρὸ πάντων Ἀριστοφ. Ἀχ. 637, Ἱππ. 1323.