ἐκδιαβαίνω

Revision as of 19:53, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

   A pass quite over, τάφρον Il.10.198.

German (Pape)

[Seite 757] (s. βαίνω), ganz hindurch u. herausgehen, τάφρον Il. 10, 198.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδιαβαίνω: διαβαίνω, μετ’ αἰτ., τάφρον δ’ ἐκδιαβάντες, «διὰ τῶν προθέσεων δηλοῖ τὸ δύσβατον τοῦ ὀρύγματος» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 198.

French (Bailly abrégé)

part. ao. ἐκδιαβάντες;
franchir.
Étymologie: ἐκ, διαβαίνω.