ον,
A with a soft voice, D.H.Dem.40.
μᾰλᾰκόφωνος: -ον, ὁ ἔχων μαλακὴν φωνήν, Διον. Ἁλ. εἰς Δημ. 40.
ος, ον :à la voix douce, harmonieuse.Étymologie: μαλακός, φωνή.