μαλακόφωνος
From LSJ
English (LSJ)
μαλακόφωνον, with a soft voice, D.H.Dem.40.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la voix douce, harmonieuse.
Étymologie: μαλακός, φωνή.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰλᾰκόφωνος: -ον, ὁ ἔχων μαλακὴν φωνήν, Διον. Ἁλ. εἰς Δημ. 40.
Greek Monolingual
μαλακόφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει τρυφερή φωνή ή αυτός που βγάζει απαλό ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + φωνή (πρβλ. ετερόφωνος)].