καταμόνας

Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

Adv.

   A alone, apart, better divisim κατὰ μόνας, v. μόνος B.111.

German (Pape)

[Seite 1364] d. i. κατὰ μόνας, einzeln, für sich, Thuc. 1, 32 Xen. Mem. 3, 7, 4.

Greek (Liddell-Scott)

καταμόνᾱς: Ἐπίρρ. μόνος, χωριστά· βέλτιον διῃρημένως κατὰ μόνας, ἴδε μόνος Β, ΙΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ou mieux κατὰ μόνας;
adv.
v. μόνος.