προπαρασκευάζω
English (LSJ)
A prepare beforehand, ἔρια Pl.R.429d, cf.Plt.308d; πάντα τινί X.Mem.2.2.5; τὰς γνώμας Th.2.88; τι πρὸς τὴν τροφήν Arist.HA613a4:—Med., prepare for oneself, ἐντάφια Is.8.38; ταῦτα περὶ τοὺς Ποτειδεάτας π. Th.1.57; π. τὸν ὅμιλον for one's purposes, D.C.38.13: abs., make one's preparations, Aen.Tact.11.14, Plu.Eum. 6:—Pass., ἐκ πολλοῦ προπαρεσκευασμένοι, εἴ ποτε πολεμήσονται Th.1.68.
German (Pape)
[Seite 738] vorher wozu bereiten; ἐκ πολλοῦ προπαρεσκευασμένοι, Thuc. 1, 68; Plat. Rep. IV, 429 d; auch med., ἐντάφια, Isae. 8, 38; Sp., wie Luc. tyrann. 21.
Greek (Liddell-Scott)
προπαρασκευάζω: παρασκευάζω πρότερον, ἔρια, μαλλίον πρὸς βαφήν, Πλάτ. Πολιτ. 308D, πρβλ. Πολ. 429D πάντα τινὶ Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 5· πρ. τὰς γνώμας Θουκ. 2. 88· τι πρὸς τὴν τροφὴν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 5. ― Μέσ., παρασκευάζω δι’ ἐμαυτόν, ἐντάφια Ἰσαῖ. 73. 15, πρβλ. Πλουτ. Εὐμ. 6· ταῦτα περὶ τοὺς Ποτιδαιάτας πρ. Θουκ. 1. 57· πρ. τὸν ὅμιλον, πρὸς ἴδιον σκοπόν, Δίων Κ. 38. 13. ― Παθητ., ἐκ πολλοῦ προπαρεσκευασμένοι, εἴ ποτε πολεμήσονται Θουκ. 1. 68.
French (Bailly abrégé)
préparer d’avance, acc.;
Moy. προπαρασκευάζομαι préparer d’avance pour soi, acc..
Étymologie: πρό, παρασκευάζω.