εὐαπαντησία
English (LSJ)
ἡ,
A affability, Chrysipp.Stoic.3.60 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1057] ἡ, Freundlichkeit, comitas, Chrysipp. Plut. virt. mor. 2.
Greek (Liddell-Scott)
εὐαπαντησία: ἡ, εὐπροσηγορία, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτάρχ. 2. 441Β.
ἡ,
A affability, Chrysipp.Stoic.3.60 (pl.).
[Seite 1057] ἡ, Freundlichkeit, comitas, Chrysipp. Plut. virt. mor. 2.
εὐαπαντησία: ἡ, εὐπροσηγορία, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτάρχ. 2. 441Β.