θρυλίσσω
English (LSJ)
A crush, shiver, smash, θρυλίξας Lyc.487:—Pass., θρυλίχθη δὲ μέτωπον Il.23.396.
Greek (Liddell-Scott)
θρῡλίσσω: (κοινῶς θρυλλ-), θραύω, συντρίβω, θρυλίξας Λυκόφρ. 487. - Παθ., θρυλίχθη δὲ μέτωπον Ἰλ. Ψ. 396.
French (Bailly abrégé)
1 mettre en pièces, concasser, briser ; anéantir;
2 frissonner, grelotter.
Étymologie: DELG à rapprocher de θραύω.