καταλαμβάνω

Revision as of 22:26, 8 February 2013 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

fut.

   A -λήψομαι Pl.Prt.311a(in pass.sense, A.D.Synt. 48.9), Ion. -λάμψομαι Hdt.6.39, Aeol. -λᾱμψομαι dub. in Alc.Supp. 5.9 (v. λαμβάνω): pf. -είληφα Pl.Phdr.250d, etc. (καθ- SIG129.18 (Carpathos, iv B. C.)), -λελάβηκα Pherecyd.Syr. ap. D.L.1.122, Hdt.3.42 (v.l. -λελαβήκεε):—Pass., Ion. aor. -ελάμφθην Id.5.21; -ελάφθην SIG279.7 (Zelea, iv B. C.): pf. in med. sense, D.S.17.85:—seize, lay hold of, c. acc., τοῦ κατὰ νῶτα λαβών Od.9.433, cf. Ar.Lys.624, etc.; κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν Th.1.126, cf. Hdt.5.71, Ar.Lys.263(lyr., tm.), Isoc.4.153, etc. (metaph., τὴν τοῦ νέου τῆς ψυχῆς ἀκρόπολιν κ. Pl.R. 560b); πάντα φυλακαῖς κ. Plu.Per.33; κ. ἕδρας Ar.Ec.21, 86; φάσκων Ποσειδῶ πρότερον Ἀθηνᾶς καταλαβεῖν αὐτήν (sc. τὴν πόλιν) Isoc.12.193; later, simply, arrive at a place, POxy.1829 (vi A. D.), etc.:—Med., seize for oneself, τὰ πρήγματα Hdt.6.39; τὰ ἄλλοι οὐ κατελάβοντο matters which others had not preoccupied, ib.55: freq. in Plb., κ. λόφον 1.19.5, al.:—Pass., of a person, ὑπὸ τοῦ θεοῦ καταληφθείς possessed, Plot. 5.8.11.    2 of death, fatigue, disaster, etc., τὸν δὲ κατ' ὄσσε ἔλλαβε . . θάνατος Il.5.82; Ἄργον . . κατὰ μοῖρ' ἔλαβεν . . θανάτοιο Od.17.326: c. dupl. acc., εὖτ' ἄν μιν κάματος κατὰ γυῖα λάβῃσιν 1.192; Δίκη καταλήψεται ψευδῶν τέκτονας Heraclit.28; befall, overtake, συμφορὰ κ. πόλεις E.Hipp.1161: freq.in Hdt., θεῖα πρήγματα καταλαμβάνει τοὺς αἰελούρους 2.66; πένθεα μεγάλα τοὺς Αἰγυπτίους κ. ibid., cf. 3.42; ὅσα φεύγοντας ἐκ τῆς πατρίδος κακὰ ἐπίδοξα καταλαμβάνειν may be expected to befall them, 4.11; ἤν τι καταλαμβάνῃ νεώτερον τὸν πεζόν 8.21: folld. by inf., νοῦσός τινα κ. νοσῆσαι 3.149, cf. 3.75; πρίν τι ἀνήκεστον ἡμᾶς κ. Th.4.20; κίνδυνος κ. τινά D.18.99; rarely of good fortune, τοῦτον κατέλαβε εὐτυχίη τις Hdt.3.139.    3 seize with the mind, comprehend, Pl.Ax.370a, Chrysipp.Stoic.2.39, Plb.8.2.6, Ev.Jo.1.5 (perh. overcome); κάλλος διὰ τῆς [ὄψεως] Pl.Phdr.250d; ἐκ τοῦ φάσματος ὅτι . . D.H.5.46, cf. Arr.Epict.1.5.6:—so in Med., D.H.2.66, S.E.M.7.288; ὅτι . . Act.Ap.4.13; τί τὸ πλάτος Ep.Eph.3.18:— Pass., Phld.Sign.22, Mus.p.62K., Numen. ap. Eus.PE14.8.    4 accept, παρὰ τοῦ βασιλέως . . δωροδοκήματα dub. l. in Pl.Com.119.1 (κᾆτ' ἔλαβον Mein.).    II catch, overtake, come up with, τοὺς φεύγοντας Hdt.1.63, cf. 2.30, etc.:—Pass., Id.7.211, Plb.1.47.8.    2 find on arrival, c. part., τινὰ ζῶντα Hdt.3.10; τὰ πλεῖστα . . προειργασμένα Th.8.65; πάντα ἔξω Id.2.18; ἀνεῳγμένην τὴν θύραν Pl. Smp.174d; τοὺς ἄρχοντας ἐξιόντας D.21.85; τινὰ ἔνδον Pl.Prt.311a; τῶν φορτίων πολλὴν ἀπρασίαν D.34.8; τι ὑπάρχον Arist.Top.131a29; detect, ἐπ' αὐτοφώρῳ ἐμαυτόν Pl.Ap.22b:—Pass., κατελήφθη σοῦ λάθρᾳ πωλῶν τὰ σά E.Cyc.260, cf. Ev.Jo.8.3, etc.; κατείληπτο σοφιζόμενος D.21.164; to be taken by surprise, Plu.Publ.20.    III impers., καταλαμβάνει τινά c. inf., it happens to one, it is one's fortune to... καταλαμβάνει μιν φεύγειν Hdt.2.152, cf. 3.118; καταλελάβηκέ με . . τοῦτο . . ἐκφῆναι Id.3.65, cf. 4.105, 6.38.    IV abs., πρὸς τὴν καταλαβοῦσαν συμφορήν that had befallen, Id.4.161; τὰ καταλαβόντα, = τὰ συμβάντα, what had happened, the circumstances, Id.9.49; ἢν πόλεμος καταλάβῃ Th.2.54, cf. 18; εἰ -λαμβάνοι ἀναχώρησις Id.4.31; τῆς νυκτὸς -λαμβανούσης as night was coming on, D.S.20.86; Χειμῶνος ἤδη -λαμβάνοντος Hdn.7.2.9.    V hold down, cover, τῇ Χειρὶ τὸν ὀφθαλμόν Pl.Tht.165b; τὰς Χεῖρας Plu.Sert.26; fasten down, κ. πῶμα γόμφοις Id.2.356c, cf. Gal.13.358 (so in Med., D.S.3.37):—Pass., to be compressed, opp. διαλύεσθαι, Arist.Pr.870b11; τὰς φλέβας -λαμβανόμενοι Id.Somn.Vig.455b7.    2 keep under, repress, check, κ. τινῶν αὐξανομένην τὴν δύναμιν Hdt.1.46; κ. τὸ πῦρ get it under, ib.87; ἴσχε καὶ κ. σεωυτόν Id.3.36; κ. τὰς διαφοράς put an end to them, Id.7.9.β; κ. ἐρίζοντας stop their quarrelling, Id.3.128: folld. by inf., κ. τοὺς Αἰγυπτίους ταῦτα μὴ ποιέειν Id.2.162; ὁ τῶν Περσέων θάνατος καταλαμφθεὶς ἐσιγήθη inquiries about their death being checked . ., Id.5.21.    b κ. τὸ πνεῦμα hold the breath, Gal.6.176, al.    3 bind, κ. πίστι καὶ ὁρκίοισι Hdt.9.106; ὅρκοις Th.4.86, etc.:—Pass., εἴ τινι -λέλαμμαι ὅρκῳ SIG360.41 (Chersonesus); νόμοις, ἔθεσι κατειλημμένα enforced, Arist.Pol.1324b22; ζημίαις Pl.Lg.823a; [τὰς σπονδὰς] ηὗρε κατειλημμένας he found the treaty concluded, Th.5.21 codd.    4 compel, constrain one to do, c. inf., ἀναγκαίη μιν κ. φαίνειν forces him to bring out the truth, Hdt.3.75:—Pass., ἀναγκαίῃ καταλαμβανόμενος being constrained, Id.2.65, cf. Th.7.57.    5 convict, condemn, Antipho 2.4.11; opp. ἀπολύειν, Id.4.4.9; ἐὰν καταληφθεὶς ἀποθάνω Id.2.2.9, cf. IG12(2).526A20 (Eresus, iv B. C.); of the prosecutor, secure a conviction, Rev.Phil.1928.192 (Erythrae, v B. C.); ὁ -λαβών SIG578.58 (Teos, ii B. C.), etc.