λεόντειος

Revision as of 20:02, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

α, ον, also late ος, ον, v. infr. 3,

   A of a lion, τῆς λ. <δορᾶς> A.Fr.109; δέρμα Theoc. 24.136; στέαρ Gal.13.631,al.    2 lion-like, δύναμις Epich.[301]; βία AP9.221 (Marc. Arg.).    3 ἡ λεόντειος πόα, = ὀροβάγχη, Gp.2.42.3.

German (Pape)

[Seite 28] poet. = Folgdm; δορά Aesch. frg. 96, wie δέρμα Theocr. 24, 34; γένυες, Opp. Cyn. 3, 233; βία, M. Argent. 27 (IX, 221).

Greek (Liddell-Scott)

λεόντειος: -α, -ον, ὡσαύτως μεταγ. ος, ον, εἰς λέοντα ἀνήκων, τῆς λ. δορᾶς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 108· δέρμα Θεόκρ. 24. 134. 2) ὡς ὁ τοῦ λέοντος, δύναμις Ἐπίχ. παρὰ Fulgent. Myth. 3. 1. 3) ἡ λεόντειος πόα = ὀροβάγχη, Γεωπ. 2. 42. 3, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de lion.
Étymologie: λέων.