λεπτολόγος

Revision as of 20:02, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

German (Pape)

[Seite 30] fein, genau, aber auch mit tadelnder Nebenbdtg, spitzfindig redend, untersuchend; φρένες Ar. Ran. 876; Ptolem. ep. 1 (App. 70); Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτολόγος: -ον, ὁ ἐξετάζων μὲ λεπτότητα ἢ σοφιστικῶς τὰ πράγματα, μικρολόγος, φρένες Ἀριστοφ. Βάτρ. 876, πρβλ. Φιλόστρ. 515· - τὸ λ. = λεπτολογία, Ἀνθ. Π. παράρτ. 70.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui disserte subtilement, épilogueur, chicaneur.
Étymologie: λεπτός, λέγω³.