ματιολοιχός
English (LSJ)
ὁ (on the accent v. Hdn.Gr.1.231), Ar.Nu.451, expld. as
A = κρουσιμέτρης, from μάτιον, τό, trifle, scrap, by Sch.ad loc.: ματαιολοιχός· ὁ περὶ τὰ μικρὰ πανοῦργος καὶ λίχνος, Hsch.:—Bentley cj. ματτυολοιχός (in both places), v. ματτύη.
Greek (Liddell-Scott)
μᾱτιολοιχός: ὁ, ἴδε ἐν λέξ. ματτύη.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui dévore des petits riens LSJ (cf. ματαιολοιχός, ματτυολοιχός).
Étymologie: μάτιον, λείχω.