κρουσιμέτρης
From LSJ
οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones
English (LSJ)
κρουσιμέτρου, ὁ, false measurer, cheat, Sch.Ar.Nu.450.
German (Pape)
[Seite 1514] ὁ, der beim Messen des Getreides betrügt, der Falschmesser, Schol. Ar. Nubb. 450.
Greek (Liddell-Scott)
κρουσιμέτρης: -ου, ὁ, ἀπατηλῶς μετρῶν, ἀπατεών, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 450.
Greek Monolingual
κρουσιμέτρης, ὁ (Α)
αυτός που εξαπατά στο μέτρημα, ψευδομετρητής, απατεώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρουσ- του κρούω (πρβλ. κρούσις) + -μέτρης (< μετρῶ), πρβλ. γεωμέτρης, ξυλομέτρης. Η λ. είναι σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος].