Μεθύδριον
Greek (Liddell-Scott)
Μεθύδριον: τό, κυρίως ὁ μεταξὺ ὑδάτων τόπος, ὄνομα πόλεως ἢ τόπου ἐν τῷ κέντρῳ τῆς Ἀρκαδίας, ὁπόθεν τὰ ὕδατα ἔρρεον κατ’ ἐναντίας διευθύνσεις, τὰ μὲν πρὸς βορρᾶν, τὰ δὲ πρὸς νότον (πρβλ. τὸ Ἰταλ. Inter-amnia), Θουκ. 5. 58.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
Méthydrion (« Entraigues »), ville d’Arcadie.
Étymologie: μετά, ὕδωρ.