ον,
A sounding by night, σῦριγξ E.Rh.552 (lyr.).
νυκτίβρομος: -ον, ὁ ἐν νυκτὶ βρέμων, Εὐρ. Ρῆσ. 552.
ος, ον :conject.qui gronde dans la nuit.Étymologie: νύξ, βρέμω.