βρέμω
English (LSJ)
only pres. and impf. (aor. ἔβραμεν, vv.ll. ἔβραχεν, ἔβρεμεν, Call.Del.140):—
A roar, [κῦμα] ῥηγνύμενον μεγάλα βρέμει Il.4.425; δυσάνεμοι βρέμουσιν ἀκταί S.Ant.592 (lyr.):—Med., αἰγιαλῷ μεγάλῳ βρέμεται Il.2.210; of wind, μέγα βρέμεται χαλεπαίνων 14.399, cf. S.Ant.592 (lyr.), Ar.Th.998 (lyr.).
II after Hom., of arms, clash, ring, E.Heracl.832; of men, clamour, rage, β. ἐν αἰχμαῖς A. Pr.424 (lyr.), cf. Th.378; πολλοῖς μὲν ἵπποις, μυρίοις δ' ὅπλοις β. E.Ph.113; δεινὰ β. τινί against one, Id.HF962; of a mob, A.Eu. 978 (lyr.); murmur, grumble, ὁ χαμηλὰ πνέων ἄφαντον β. Pi.P.11.30; wail, in Med., βλαχαὶ βρέμονται A.Th.350 (lyr.); but also of music, λύρα βρέμεται καὶ ἀοιδά Pi.N.11.7; λιγὺ λωτὸς βρέμων Pae.Delph.12; φθέγμα μηχανῇ βρέμον S.Ichn.278: c. acc., λωτὸς ὅταν ἱερὰ παίγματα βρέμῃ E.Ba.161 (lyr.). (mrem-, cf. Skt. mármaras 'noisy', Lat. murmur, Gk. μορμύρω, Lat. fremo, etc.)
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. 3a sg. ἔβραμεν Call.Del.140]
I intr.
1 en v. act. y med. rugir, bramar del mar (κῦμα) χέρσῳ ῥηγνύμενον μεγάλα βρέμει Il.4.425, αἰγιαλῷ μεγάλῳ βρέμεται Il.2.210
•del viento y de los accidentes geog. azotados por él μέγα βρέμεται χαλεπαίνων Il.14.399, δυσάνεμοι στόνῳ βρέμουσιν ἀντιπλῆγες ἀκταί S.Ant.592, ὄρη πετρώδεις τε νάπαι Ar.Th.998, de corrientes de agua y torrentes, Q.S.2.473, 7.119
•del fuego crepitar Q.S.10.69
•de la tierra retumbar Q.S.11.125.
2 sonar, resonar las armas E.Heracl.832, cf. Call.l.c.
•rugir los hombres στρατὸς ... βρέμων ἐν αἰχμαῖς A.Pr.423, Πολυνείκης ... πολλοῖς μὲν ἵπποις, μυρίοις δ' ὅπλοις βρέμων E.Ph.113, δεινὰ βρέμειν τινί vociferar terriblemente contra alguien E.HF 962
•gritar ἄφαντον βρέμει en vano grita Pi.P.11.30
•en v. med. del llanto de un niño sonar βλαχαὶ δ' αἱματόεσσαι τῶν ἐπιμαστιδίων ἀρτιτρεφεῖς βρέμονται c. hipálage suenan vagidos de lactantes ensangrentados A.Th.350
•en v. act. y med. de la voz y la música περὶ δὲ βρέμει ἄχω ... γυναίκων Alc.130b.18, λύρα ... βρέμεται καὶ ἀοιδά Pi.N.11.7, φθέγμα ... β. S.Fr.314.299, λιγὺ ... λωτὸς βρέμων Pae.Delph.14
•fig. βρέμει ἡ κοιλίη rugen los intestinos Hp.Int.6.
II tr. hacer resonar, dejar oír λωτὸς ὅταν ... ἱερὰ παίγματα βρέμῃ E.Ba.161.
• Etimología: Término expresivo que conlleva la noción de sonoridad, cf. aaa. breman, galés brefu que llevan la inicial aspirada como lat. fremō. Tb. se ha rel. la forma μορμύρω de *mrem-.
German (Pape)
[Seite 463] nur praes. u. impf. (onomatopoet., vgl. fremo und βροντή), brausen, rauschen; Hom. dreimal, Iliad. 4, 425 von der Woge des Meeres, χέρσῳ ῥηγνύμενον μεγάλα βρέμει; 2, 210 κῦμα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης αἰγιαλῷ μεγάλῳ βρέμεται, Homerisch, medium in der Bedeutung des activ.; eben so medium statt des activ. Iliad. 14, 399, vom Winde, οὔτ' ἄνεμος τόσσον γε ποτὶ δρυσὶν ὑψικόμοισιν ἠπύει, ὅς τε μάλιστα μέγα βρέμεται χαλεπαίνων; – στόνῳ βρέμουσι δ' ἀντιπλῆγες ἀκταί Soph. Ant. 592; Ap. Rh. 2, 323; λύρα βρέμεται, hallen, Pind. N. 11, 7; vom Waffengeklirr Aesch. Prom. 423; Eur. Heracl. 832; vom tobenden Aufruhr Aesch. Eum. 978; vom Kindergeschrei, im med., Sept. 348; νάπαι βρέμονται, vom Wiederhall, Ar. Th. 998. Seltener c. acc., ἱερὰ παίγματα Eur. Bacch. 161.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. ἔβρεμον;
gronder, retentir;
Moy. βρέμομαι (seul. prés.) m. sign.
Étymologie: R. Βρεμ, gronder ; cf. βρόμος, βροντή et lat. fremo.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βρέμω [~ μορμύρω?] alleen praes. en imperf.
1. bruisen, bulderen, van water:; μεγάλα βρέμει (de golf) buldert luid Il. 4.425; ook med.. αἰγιαλῷ... βρέμεται (de golf) bruist op het strand Il. 2.210.
2. alg. weerklinken, dreunend geluid maken:; στρατός... βρέμων ἐν αἰχμαῖς het leger dat dreunt van het speergekletter Aeschl. PV 424; πόσον τιν’ αὐχεῖς πάταγον ἀσπίδων βρέμειν hoe hevig claim je dat het gekletter van schilden weerklonk? Eur. Hcld. 832; ook med..; βλαχαί... τῶν ἐπιμαστιδίων... βρέμονται gehuil van kinderen aan de borst weerklonk Aeschl. Sept. 350; met acc. v. h. inw. obj.. λωτὸς ὅταν... ἱερὰ παίγματα βρέμῃ wanneer de fluit weerklinkt van het geluid van heilige muziek Eur. Ba. 161.
Russian (Dvoretsky)
βρέμω: тж. med.
1 реветь, шуметь, гудеть, бушевать (κῦμα θαλάσσης βρέμει и βρέμεται Hom.; στόνῳ βρέμουσι ἀκταί Soph.; νάπαι βρέμονται Arph.);
2 бряцать, лязгать (στρατὸν βρέμων ἐν αἰχμαῖς Aesch.; μυρίοις ὅπλοις Eur.);
3 звенеть, звучать (λύρα βρέμεται Pind.);
4 кричать, визжать (βλαχαὶ τῶν ἐπιμαστιδίων βρέμονται Aesch.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: roar, grumble (Il.).
Other forms: Only pres.
Compounds: βαρύ-βρομος etc. -βρεμέ-της in ἐρι-, ὑψι-βρεμέ-της (Il.). -βρέν-τας in ἀναξι-βρέν-τας, ἀργι-βρέν-τας. Also αἰολο-βρόντας from βροντάω.
Derivatives: βρόμος loud noise (Il.) with βρόμιος boisterous (Pi.), Βρόμιος as name of Bacchos (A.). - βροντή thunder (Il.), Βρόντης name of a Cyklops (Hes.), Βροντήσιος (Ζεύς); βροντέα name of a precious stone (Plin.). Denom. βροντάω thunder (Il.). - βρενταί βρονταί H. from -βρεμέτης? - Deverb. βρομέω (iterat.-intens.) (Il.); βρωμάομαι cry (Ar.). - Further βρεμεαίνων ἠχῶν H., s. βλεμεαίνω. βρόμος / βόρμος a plant = oats (Hp.), is probably Pre-Gr. (Fur. 392). Note that the -ντ-forms refer to thunder, whereas the forms with μ without τ indicate low sounds more in general.
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Resembles Lat. fremo rumble, roar, OHG breman, Welsh brefu (Pok. 142) but they go back on *bhrem- whereas Greek has β-. So a (onom.) variant. Cf. χρεμετίζω.
Middle Liddell
only in pres. and imperf.] [Lat. fremo
I. to roar, of a wave, Il.; so also in Mid., Il., Soph.
II. in later Poets, of arms, to clash, ring, Eur.; of men, to shout, rage, Aesch., Eur. to bear oneself haughtily, to hold one's head high, swagger, Ar., Plat.
English (Autenrieth)
English (Slater)
βρέμω act. & med.,
1 murmur ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων ἄφαντον βρέμει i. e. grumble (P. 11.30) λύρα δέ σφι βρέμεται καὶ ἀοιδά (N. 11.7)
Greek Monolingual
βρέμω (Α)
Ι. 1. (για τη θάλασσα ή τον άνεμο) ηχώ με πάταγο, βουίζω
2. αντηχώ
3. (για τα όπλα) παράγω κρότο
4. (για ανθρώπους) βρίσκομαι σε έξαψη, μανιάζω
II. (-ομαι)
1. κλαίω, θρηνώ
2. (για μουσικό όργανο) αναδίδω ισχυρό ήχο
3. (για ζώα) βρυχιέμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εκφραστικό τ. αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με τα αρχ. άνω γερμ. bruman, ουαλ. brefu, λατ. fremo, που σημαίνουν «βουίζω, γογγύζω, βρυχώμαι» είναι μεν πιθανή, αλλά η περαιτέρω αναγωγή τους σε ινδοευρ. ρίζα bhrem-, που έχει την ίδια σημασία είναι αδύνατη εξαιτίας του β- στο βρέμω. Προτιμότερο είναι να υποτεθεί μια ονοματοποιημένη
—χωρίς δασύ— ρίζα brem-, ενώ κατ' άλλους πρέπει να αναχθεί σε ρίζα mrem- και να συνδεθεί το ρ. με το μορμύρω «μουρμουρίζω». Το ρ. βρέμω εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη μορφή -βρεμέτης σε τρία ποιητικά σύνθετα βαρυ-βρεμέτης, εριβρεμέτης, υψιβρεμέτης, καθώς και με τη μορφή -βρέντας (αναξιβρέντας, αργιβρέντας).
ΠΑΡ. βροντή
αρχ.
βρόμος (Ι), βρόμος (III), βρωμώμαι (Ι).
ΣΥΝΘ. αρχ. επιβρέμω, περιβρέμω, συμβρέμω, υποβρέμω].
Greek Monotonic
βρέμω: μόνο στον ενεστ. και στον παρατ., Λατ. fremo,
I. λέγεται για το κύμα, παφλάζω, κάνω πάταγο, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης στη Μέσ., στο ίδ. και σε Σοφ.
II. στους μεταγεν. ποιητές χρησιμοποιείται για όπλα, συγκρούομαι, κάνω μεταλλικό κρότο, σε Ευρ.· λέγεται για ανθρώπους, κραυγάζω, κάνω θόρυβο, σε Αισχύλ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
βρέμω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.· ‒ παταγωδῶς ἠχῶ, ἐπὶ κύματος, ῥηγνύμενον μεγάλα βρέμει Ἰλ. Δ. 425· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, αἰγιαλῷ μεγάλῳ βρέμεται Β. 210· ἐπὶ τρικυμίας, μέγα βρέμεται χαλεπαίνων Ξ. 399, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 592, Ἀριστοφ. Θεσμ. 998. ΙΙ. παρὰ τοῖς μετέπειτα ποιηταῖς, ἐπὶ ὅπλων, κλάζω, ἐκφέρω κλαγγήν, Εὐρ. Ἡρακλ. 832· ἐπὶ ἀνθρώπων, κραυγάζω, θορυβῶ, βρ. ἐν αἰχμαῖς Αἰσχύλ. Πρ. 423, πρβλ. Θήβ. 378, Εὐρ. Φοιν. 113· δεινὰ βρ. τινί, ἐναντίον τινός, ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 962· ἐπὶ ἀνυποτάκτου πλήθους, Αἰσχύλ. Εὐμ. 978, πρβλ. Πίνδ. Π. 11. 46· θρηνῶ, ἐν τῷ μέσ. τύπ. (ἴδε ἐν λ. βληχή)· καὶ ὁ Πίνδ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν καὶ ἐπὶ τῆς λύρας, Ν. 11. 8 (ἐν τῷ μέσ. τύπ.), πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 161. (Πρβλ. βρόμος, ὑψιβρεμέτης, καὶ Λατ. fremo).
Frisk Etymology German
βρέμω: nur Präsensstamm
{brémō}
Grammar: v.
Meaning: brummen, brausen, rauschen (poet. seit Il.).
Derivative: Davon mehrere Verbalnomina: 1. βρόμος Gerausch (poet. seit Il., sp. Prosa) mit βρόμιος rauschend (Pi.), gew. Βρόμιος als Beiname des Bacchos (A., Pi. usw.), auch bacchisch (E. usw.; vgl. v. Wilamowitz Eur. Her. 366); fem. βρομιάς (Pi. u. a.); in derselben Bedeutung βρομιώδης (AP), fem. βρομιῶτις, auch Bacchantin; denominatives Verb βρομιάζομαι = βακχεύω (AP); über βρόμος als Pflanzenname = Hafer (Hp., Thphr. usw.), wegen seiner vermuteten Kraft gegen Blitzschläge zu schützen, s. Strömberg Pflanzennamen 79f. mit zahlreichen Parallelen; — 2. βροντή Donner (seit Il.) mit βρονταῖος donnernd (Arist. u. a.), βροντώδης (Agath., Vett. Val. usw.), βροντεῖον Donnermaschine (Poll.), Βρόντης N. eines der Kyklopen (Hes.; zur Bildung Schwyzer 561), Βροντήσιος (Ζεύς) = Jupiter Tonans (Mon. Anc.; zur Bildung Chantraine Formation 41f.), βροντητικός (Eust.); auch βροντέα N. eines Edelsteins (Plin.; wegen der schützenden Kraft); Denominativum βροντάω donnern (seit Il.), auch βροντάζω (Pap., H.); vgl. Porzig Satzinhalte 262 und 343; — 3. -βρεμέτης in Zusammenbildungen wie ἐρι-, ὑψιβρεμέτης (poet. seit Il.); — 4. -βρέντας in ἀναξιβρέντας dounerbeherrschend, ἀργιβρέντας (lyr.); daraus βρενταί· βρονταί H.? — Zwei deverbative Bildungen: 1. βρομέω (Iterat.-Intens.) rauschen, summen (poet. seit Il.; vgl. Schwyzer 719 m. A. 11); zu ngr. (Kreta usw.) βρομεῖ, βρομίζει es stinkt s. Hatzidakis Glotta 22, 130ff. und unten s. βρῶμος; 2. βρωμάομαι ‘schreien (von Eseln u. a.)’ (Ar., Arist.) mit βρώμησις, βρωμήεις, βρωμήτωρ, βρωμητήρ. — Außerdem βρεμεαίνων· ἠχῶν H., vgl. zu βλεμεαίνω.
Etymology: Die Ähnlichkeit mit lat. fremo brummen, brüllen, tosen, ahd. breman brummen, brüllen, kymr. brefu brüllen usw. (s. WP. 2, 202f., W.-Hofmann s. fremō) kann kaum zufällig sein, aber eine lautgesetzliche Zurückführung dieser sämtlichen Verba auf ein gemeinsames idg. bhrem- ist wegen des β- in βρέμω unmöglich. So kann man für βρέμω mit einer unaspirierten onomatopoetischen Variante brem- auskommen (vgl. Persson Beitr. 36 A. 1 mit allzu weitgehenden Schlüssen), sofern man nicht vorzieht, über mrem- bei μορμύρω Anknüpfung zu suchen, was kaum besser ist. Andere, noch entferntere Möglichkeiten bei Bq. Vgl. χρεμετίζω und φόρμιγξ.
Page 1,264-265