πάγκοινος
English (LSJ)
ον,
A common to all, νοσήματα Hp.Aër.2, Gal.17(1).2; π. σοφισταί Poll.4.43: mostly poet., π. χώρα, of Olympia, Pi.O.6.63; παγκοίνοις . . Δηοῦς ἐν κόλποις, of Eleusis, S.Ant.1120 (lyr.); πληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ, i.e. by death, A.Th.608; ἐξ Ἅιδου παγκοίνου λίμνας S.El. 138 (lyr.); ἓν ἀπέχθημα π. βροτοῖς one object of hate common to all mankind, E. Tr.425; π. τέρας Pi.Pae.9.10; στάσις π. all the band together, A.Ch.458 (lyr.). Adv. -νως Man.4.506.
German (Pape)
[Seite 435] Allen gemeinsam, allgemein; χώρα, Pind. Ol. 6, 63; πληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ 'δάμη, Aesch. Spt. 590; στάσις, Ch. 451; ἐξ Ἀΐδα παγκοίνου λίμνας, Soph. El. 136; παγκοίνοις Δηοῦς ἐν κόλποις, Ant. 1106; ἀπέχθημα πάγκοινον βροτοῖς, Eur. Troad. 825. – Adv. παγκοίνως, Maneth. 4, 506.
Greek (Liddell-Scott)
πάγκοινος: -ον, κοινὸς εἰς πάντας, κοινότατος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 281· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον παρὰ ποιηταῖς, π. χώρα, ἡ Ὀλυμπία, Πινδ. Ο. 6. 107· παγκοίνοις .. Δηοῦς ἐν κόλποις, ἐπὶ τῆς Ἐλευσῖνος, Σοφ. Ἀντιγ. 1119· πληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ, δηλ. τῷ θανάτῳ Αἰσχύλ. Θήβ. 608· ἐξ Ἄιδου παγκοίνου λίμνας Σοφ. Ἠλ. 138· ἓν ἀπέχθημα π. βροτοῖς, ἀπέχθημα κοινὸν εἰς πάντας τοὺς ἀνθρώπους, Εὐρ. Τρῳ. 425· π. στάσις Αἰσχύλ. Χο. 459· Ἐπίρρ., -νως, Μανέθων 4. 506.