σωρεύω
English (LSJ)
A heap one thing on another, τι πρός τι Arist.Rh.1390b18; ἐπὶ τοῦ κοσκίνου τὰ τεθλιμμένα Dsc.4.150; ἄλλον ἐπ' ἄλλῳ πλοῦτον Luc. Epigr.12.6; ἄνθρακας ἐπὶ τὴν κεφαλήν τινος LXX Pr.25.22, Ep.Rom. 12.20; περὶ τὸ σῶμα λάφυρα Plu.Pel.33; νεκρούς D.S.12.62; πλοῦτον Id.1.62, cf. 5.46, Phld.Oec.p.45 J.:—Pass., Arist.GC325b22, Plb.16.11.4; οὐσίας πλῆθος -εύεται Epicur.Fr.480. II heap with something, c. gen., αἰγιαλοὶ σεσωρευμένοι τινῶν Plb.16.8.9: c. dat., σ. βωμοὺς λιβάνῳ Hdn.4.8.9; αὐχένας στέμμασι AP7.233 (Apollonid.): metaph., γυναικάρια σεσωρευμένα ἁμαρτίαις 2 Ep.Ti.3.6.
German (Pape)
[Seite 1060] häufen, aufhäufen, Pol. 16, 11, 4 u. a. Sp.; überhäufen, anfüllen, αἰγιαλὸς σεσωρευμένος νεκρῶν, Pol. 16, 8, 9; βωμοὺς λιβάνῳ, Hdn. 4, 8, vgl. 5, 5; αὐχένας στέμμασιν, Apollnds. 12 (VII, 233).
Greek (Liddell-Scott)
σωρεύω: μέλλ. -εύσω, (σωρὸς) ὡς καὶ νῦν, σωρεύω, ἐπισωρεύω πολλὰ πράγματα τὸ ἓν ἐπὶ τοῦ ἄλλου, Λατ. coarcervare, τι πρός τι Ἀριστ. Ρητορ. 2. 15, 2· τι ἐπί τινι Ἀνθ. Π. 10. 41· ἄνθρακας ἐπὶ τὴν κεφαλήν τινος Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ιβ΄, 20· τι περί τι Πλουτ. Πελοπ. 31· σ. γῆν, ἐπισωρεύω, Πολύβ. 16. 11, 4· νεκροὺς Διόδ. 12, 62· πλοῦτον ὁ αὐτ. 1. 65, πρβλ. 5. 46. - Παθ., Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 1. 8, 12. ΙΙ. καλύπτω μέ τι κατὰ σωρούς, μετὰ γεν., σ. αἰγιαλὸν νεκρῶν Πολύβ. 16. 8, 9· μετὰ δοτ., σ. βωμοὺς λιβάνῳ Ἡρῳδιαν. 4, 8· αὐχένας στέμμασιν Ἀνθ. Π. 7. 233.
French (Bailly abrégé)
entasser, amonceler, acc..
Étymologie: σωρός.