A stir up, τὸ πῦρ Ar.Ach.1014.
ὑποσκᾰλεύω: σκαλεύω, σκαλίζω κάτωθεν, τὸ πῦρ Ἀριστοφ. Ἀχ. 1014.
remuer avec une pelle ; πῦρ, attiser du feu.Étymologie: ὑπό, σκαλεύω.