Φιλίππειος
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
Greek (Liddell-Scott)
Φῐλίππειος: -ον, καὶ α, ον, Ἀνθ. Παλατ. 9. 283, 519· ― ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Φίλιππον, Παυσ. 8. 7, 4, κλπ. ΙΙ. ὁ Φιλίππειος δηλ. χρυσοῦς ἢ στατήρ, χρυσοῦν νόμισμα τοῦ βασιλέως Φιλίππου δυνάμενον δραχμὰς νέας 29, 50, Πολυδ. Θ΄, 59 καὶ 84, πρβλ. Διόδ. 16. 8. ΙΙΙ. Φιλίππειον, τό, ὁ ναὸς αὐτοῦ ἐν Ὀλυμπίᾳ, Παυσ. 5. 20, 9.
French (Bailly abrégé)
ος ou poét. α, ον :
de Philippe ; ὁ Φιλίππειος (στατήρ ou χρυσοῦς) un philippe, une pièce d’or à l’effigie de Philippe.
Étymologie: Φίλιππος.