ἡ, a fancy loaf,
A = μασιτρίς, Hsch. νᾶς, ἡ, Dor. for ναῦς. νάσθη, v. ναίω. νᾱσιώτας, α, ὁ, Aeol. and Dor. for νησιώτης. νάσκαφθον, τό, v. νάρκαφθον.