Aeol. for μεταμείβω, Pi.O.12.12.
[Seite 540] dor. statt μεταμείβω, Pind. Ol. 12, 18.
πεδαμείβω: Αἰολ. ἢ Δωρ. ἀντὶ μεταμείβω, Πινδ. Ο. 12. 18 ·
πεδαμείβω (cf. μεταμείβω.) 1exchange for c. acc. & gen. ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδμειψαν χρόνῳ (O. 12.12)