χαίτα
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (Slater)
χαίτα (-αν, -αις(ι), -ας.)
1hair χαίταισι μὲν ζευχθέντες ἔπι στέφανοι (O. 3.6) νέαν ἐστεφάνωσε κυδίμων ἀέθλων πτεροῖσι χαίταν (O. 14.24) κατένευσέν τέ οἱ χαίταις (sc. Ζεύς) (N. 1.14) (στέφανοι) τῶν ἀθρόοις ἀνδησάμενοι θαμάκις ἔρνεσιν χαίτας (I. 1.29) ἀείσομαι χαίταν στεφάνοισιν ἁρμόζων (I. 7.39) χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν Παρθ. 2.. ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ [ων ὥ] στε χαίταν παρθένου ξανθ [(sc. ἀγάλλειν, simm.) fr. 215. 7.