χαίτα

Revision as of 12:21, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (Slater)

χαίτα (-αν, -αις(ι), -ας.)
   1hair χαίταισι μὲν ζευχθέντες ἔπι στέφανοι (O. 3.6) νέαν ἐστεφάνωσε κυδίμων ἀέθλων πτεροῖσι χαίταν (O. 14.24) κατένευσέν τέ οἱ χαίταις (sc. Ζεύς) (N. 1.14) (στέφανοι) τῶν ἀθρόοις ἀνδησάμενοι θαμάκις ἔρνεσιν χαίτας (I. 1.29) ἀείσομαι χαίταν στεφάνοισιν ἁρμόζων (I. 7.39) χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν Παρθ. 2.. ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ [ων ὥ] στε χαίταν παρθένου ξανθ [(sc. ἀγάλλειν, simm.) fr. 215. 7.