συντελέθω

Revision as of 12:21, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

English (LSJ)

   A = συντελέω 111, belong to, Pi.P.9.57.

Greek (Liddell-Scott)

συντελέθω: συντελέω ΙΙΙ, συντελέθειν ἔννομον, «συντελεῖν ἐννόμως αὐτῇ» (Σχόλ.). Πινδ. Π. 9. 100.

French (Bailly abrégé)

être uni à, τινι.
Étymologie: σύν, τελέθω.

English (Slater)

συντελέθω
   1belong to, be counted as “ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν αὐτίκα συντελέθειν ἔννομον δωρήσεται” i. e. to be her lawful possession (P. 9.57)