στρᾰτεύομαι (aor. pass. pro med.) 1 go to war, campaign νῦν γε μὰν τὰν Φιλοκτήταο δίκαν ἐφέπων ἐστρατεύθη (P. 1.51)] οιδ' ὅτ ἐστρα [[[τευ]] (supp. Lobel) fr. 111a. 6.