τριπτός

Revision as of 12:30, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1_repeat)

English (LSJ)

ή, όν, (τρίβω)

   A rubbed or pounded, ἡ ξηρὴ τ. (sc. μᾶζα) Hp.Vict.2.40; so τριπτή, Gal.6.510, Poll.6.76.

Greek (Liddell-Scott)

τριπτός: -ή, -όν, τετριμμένος ἢ κοπανισμένος· - τριπτὴ (δηλ. μᾶζα), ἡ, εἶδος ἄρτου, Ἱπποκρ. 355. 44· «αἷς δὲ οἱ ἄνθρωποι χρῶνται μάζαις, τούτων τὰ ὀνόματα: ἄνθιμα, θριδακίνη, φύστη,... τριπτή, ἀνεμώνη κτλ.» Πολυδ. ϛʹ, 76.

English (Slater)

τριπτός
   1 well trodden Ὁμήρου [τρι] πτὸν κατ' ἀμαξιτὸν ἰόντες (supp. Lobel: δὲ μὴ τρι] πτὸν Snell) Πα. 7B. 11.