ἡ, Dor. for κραδίη, also in Trag.;
A v. καρδία.
κρᾰδία: ἡ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ κραδίη, ὡσαύτως παρὰ Τραγ.· ἴδε ἐν λέξ. καρδία.
poét. c. καρδία.