δεξιόγυιος
English (LSJ)
ον, (δεξιός IV)
A ready of limb, Pi.O.9.111.
German (Pape)
[Seite 546] ἀνήρ, mit geschickten Gliedern, Pind. Ol. 9, 111.
Greek (Liddell-Scott)
δεξιόγυιος: -ον, (δεξιός ΙΙΙ) ἕτοιμα καὶ πρόθυμα μέλη ἔχων Πίνδ. Ο. 9. 164.
English (Slater)
δεξιόγυιος
1 lithe of limb ὤρυσαι θαρσέων, τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν εὔχειρα, δεξιόγυιον pr. (O. 9.111)