ἑπτάκτυπος

Revision as of 14:03, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

ον,

   A seven-toned, φόρμιγξ Pi.P.2.70.

German (Pape)

[Seite 1012] φόρμιγξ, siebentönig, d. i. siebensaitig, Pind. P. 2, 70.

Greek (Liddell-Scott)

ἑπτάκτῠπος: -ον, ἑπτάτονος, φόρμιγξ Πινδ. Π. 2. 129.

English (Slater)

ἑπτάκτῠπος, -ον (cf. Bacch. ἑπτάτονος.)
   1 seven toned χάριν ἑπτακτύπου φόρμιγγος (P. 2.70)

English (Slater)

ἑπτάκτῠπος, -ον (cf. Bacch. ἑπτάτονος.)
   1 seven toned χάριν ἑπτακτύπου φόρμιγγος (P. 2.70)