ές, (γελάω)
A cheerful, καρδία, θυμός, Pi.O.5.2, P.4.181.
[Seite 478] ές, lachend, heiter, καρδία Pind. Ol. 5, 2; θυμός P. 4, 181.
γελᾱνής: -ές, (γελάω) γελαστικός, εὔθυμος, καρδία, θυμὸς Πίνδ. Ο. 5. 5, II. 4. 322.