γελαστικός
English (LSJ)
γελαστική, γελαστικόν, able to laugh, S.E.P.2.211, Simp.in Ph.104.27; τό γ. Antig.Mir. 175, Iamb.Protr.21. κσ; ἄνθρωπος γελεστικόν Luc Vit.Auet.26. Adv. γελαστικῶς Suid.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 capaz de reírse ἀπήντητό σοι ζῷον γελαστικόν; S.E.P.2.211, ὁ ἄνθρωπος γ. Simp.in Ph.104.27, in Cael.31.4, cf. Luc.Vit.Auct.26, Clem.Al.Paed.2.5.46
•subst. τὸ γελαστικόν capacidad de risa τὸ λογικὸν τοῦ γελαστικοῦ εἰς διάκρισιν καὶ διαφορὰν πρὸς τὰ λοιπὰ ζῷα Iambl.Protr.21, cf. Antig.Mir.fr.3, Alex.Aphr.in APr.295.5.
2 adv. -ῶς con ganas de reir Sud.s.u. γελασείοντα.
German (Pape)
[Seite 479] wer lachen kann, zum Lachen geneigt, Sext. Emp.; Luc. vit. auct. 26.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
porté à rire, rieur.
Étymologie: γελάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γελαστικός -ή -όν γελαστής in staat tot lachen.
Russian (Dvoretsky)
γελαστικός: одаренный чувством смешного, умеющий смеяться (ἄνθρωπος Luc.; ζῷον Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
γελαστικός: -ή, -όν, ἔχων τάσιν πρὸς γέλωτα, φιλόγελως, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 211, Λουκ. Β. Πρ. 26. ― Ἐπίρρ. –κῶς Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α γελαστικός, -ή, -όν)
αυτός που γελάει εύκολα, ο φιλόγελως
νεοελλ.
εκείνος που προκαλεί γέλιο.
Greek Monotonic
γελᾰστικός: -ή, -όν, επιρρεπής, αυτός που έχει τάση προς το γέλιο, σε Λουκ.