λαχνάεις

From LSJ
Revision as of 14:40, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323

English (Slater)

λαχνᾱεις
   1 shaggy Σικελία τ' αὐτοῦ (= Τυφῶνος) πιέζει στέρνα λαχνάεντα (P. 1.19)