ἀγόμφωτος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 19] nicht zusammengenagelt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγόμφωτος: -ον, ὁ μὴ καθηλωμένος (καρφωμένος) διὰ γομφῶν, μὴ δεδεμὲνος, Ἰω. Χρυς. 1. 7, σ. 325
Spanish (DGE)
-ον
no ensamblado, no clavado σκάφος Chrys.M.61.706, cf. Hsch., Sud.