ἄδουπος
From LSJ
ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world
Greek (Liddell-Scott)
ἄδουπος: -ον, = τῷ προηγ. Ἐπιφάν. 1. 262.
Spanish (DGE)
-ον
silencioso, discreto, διδασκαλία Epiph.Const.Haer.35.3.7.
ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world
ἄδουπος: -ον, = τῷ προηγ. Ἐπιφάν. 1. 262.
-ον
silencioso, discreto, διδασκαλία Epiph.Const.Haer.35.3.7.