ἀφιλοχρηματία

Revision as of 11:57, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_8)

English (LSJ)

ἡ,

   A contempt for riches, Plu.Comp.Ag.Gracch.1, Socr.Ep.5.2:— hence Adj. ἀφῐλό-ᾰτος, ον, Ph.2.458, Eun.Hist.p.243 D.

German (Pape)

[Seite 412] ἡ, Verachtung des Reichthums, Plut. Comp. Ag. et Graech. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφῐλοχρηματία: ἡ, καταφρόνησις τῶν χρημάτων, Πλουτ. Ἄιγιδος καὶ Γράκχ. Σύγκρ. 1: - τὸ ἐπίθ. ἀφῐλοχρήματος, ον, Εὐνάπ. σ. 44.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mépris ou indifférence pour les richesses.
Étymologie: ἀ, φιλοχρήματος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
desprecio de las riquezas o bienes materiales ἡ Γράγχων ἀ. Plu.Comp.TG CG 1, προσδεῖται πόλεμος καρτερίας καὶ ἀφιλοχρηματίας Socr.Ep.5.2.