ἀποτερματίζω

Revision as of 11:59, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_6)

English (LSJ)

   A bound, limit, define, Anon,Geog.Comp.19, cf. 10 (Pass.); bring to an end, λόγον dub. in Phld.D.3.14.    II Med., look towards, εἴς τι prob. for ἀποτελμ- in Hp.Decent.3.

German (Pape)

[Seite 330] abgränzen; Sp. auch von den Gränzen ausschließen, ausrotten.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτερμᾰτίζω: περιορίζω, ὁρίζω, Ἀγαθήμ. 2. 4· καὶ ἀποτερματισμός, οῦ, ὁ, ὅριον, Πρόκλ. π. σφαίρ. 27, σ. 48· ὡσαύτως ἀποτερμάτωσις, εως, ἡ, Ἐτυμολ. Μ. 583. 17. ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. = τῷ Ὁμηρικῷ, τέρμ’ ὁράαν, ἐς ἀλήθειαν πρὸς τὸ ὑποδειχθὲν ἀποτερματιζόμενοι, ὅπερ ἐστίν, ἀποβλέποντες, ἀποσκοποῦντες, κατὰ διόρθ. Κοραῆ ἀντὶ ἀποτελματιζόμενοι, Ἱππ. 23. 2, (Πλουτ. Ρωμ. 11, ἔκδ. Κοραῆ, τ. Α΄, σ. 369).

Spanish (DGE)

I terminar λόγον Phld.D.3.14.
II intr.
1 limitar ἡ Σηρικὴ ... ἀποτερματίζουσα τῆς ἐγνωσμένης (γῆς) la Sérica (China) que forma el límite de la tierra conocida Anon.Geog.Comp.19, en v. med. ἀποτερματίζεται παρὰ Εὐρώπῃ λίμνῃ τῇ Μαιώτιδι Anon.Geog.Comp.10, (τὸ οἰκούμενον μέρος τῆς γῆς) οὐ δύναται ἀποτερματίζεσθαι κύκλῳ Gem.16.5.
2 en v. med. limitarse, ceñirse ἐς ἀληθείην Hp.Decent.3.