ἀνάλειφος
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
German (Pape)
[Seite 195] = ἀνήλειπτος, Themist.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάλειφος: -ον, = ἀνήλειπτος, Θεμίστ. 235D, Ἀρχιγ. παρ’ Ἀετ. σ. 66a. 43.
Spanish (DGE)
v. ἀνήλιφος.
[Seite 195] = ἀνήλειπτος, Themist.
ἀνάλειφος: -ον, = ἀνήλειπτος, Θεμίστ. 235D, Ἀρχιγ. παρ’ Ἀετ. σ. 66a. 43.
v. ἀνήλιφος.