ἀπομελίζω

Revision as of 12:03, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_6)

English (LSJ)

   A enervate, = ἀπογυιόω, Eust.641.23.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομελίζω: παραλύω τὰ μέλη, ἐκνευρίζω, ὡς συνώνυμον τοῦ ἀπογυιόω, Εὐστ. 641. 23.

Spanish (DGE)

enervar, relajar τὸ δὲ ἀπογυιώσῃς ἀντὶ τοῦ εἰς ἄνεσιν ἀγάγῃς καὶ ὡς οἷον εἰπεῖν ἀπομελίσῃς Eust.641.23.