Greek (Liddell-Scott)
ἀνάρρηγμα: τό, = τὸ ἀνερρωγός, πλήσει δ’ ἀναρήγματα δήμων (μεθ’ ἑνὸς ρ) Ἀπολλινάρ. Ψαλμ. 109. 12.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Alolema(s): ἀνάρηγμα Apoll.Met.Ps.109.6
1 arranque, salto ὠκυάλοις ποδῶν ἀναρρήγμασιν Trag.Adesp.450a.
2 ruina δήμων Apoll.l.c.