διαμοιράομαι

Revision as of 12:06, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

English (Autenrieth)

(μοῖρα): portion out, Od. 14.434†.

Spanish (DGE)

dividir, distribuir en partes, repartir c. ac. τὰ μὲν ἕπταχα πάντα διεμοιρᾶτο δαΐζων Od.14.434, κληῖδας μὲν πρῶτα πάλῳ διεμοιρήσαντο A.R.1.395, ἑπτὰ δὲ πάντα μέλη κούρου Orph.Fr.210, καμάτους τοὺς σούς AP 7.645 (Crin.), cf. 14.116, 120 (ambos Metrod.), cf. Dionysius 33.23
c. ac. y dat. de pers. repartirse algo con alguien μῆλα φίλαις διεμοιρήσαντο Ἰνὼ καὶ Σεμέλη ... παρθενικαῖς AP 14.119 (Metrod.), en v. pas. πέμματός τε εἰς ἴσον διαμεμοιραμένου Ath.12e.