διάθρυψις
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
Greek (Liddell-Scott)
διάθρυψις: -εως, ἡ, (διαθρύπτω ΙΙ. 2) ἀκκισμός, κόμψευσις, Ἰω. Χρυσ. 6. 44.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 rotura, fragmentación χάλαζαν ὑετοῦ πεπηγότος διάθρυψιν Ar.Did.35.
2 blandura, molicie, relajación τῶν γυναικῶν Chrys.Virg.75.28
•afectación προσώπων εὐμορφία καὶ κινημάτων δ. Chrys.Sac.6.2.25.