διάθρυψις

From LSJ
Revision as of 12:07, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek (Liddell-Scott)

διάθρυψις: -εως, ἡ, (διαθρύπτω ΙΙ. 2) ἀκκισμός, κόμψευσις, Ἰω. Χρυσ. 6. 44.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 rotura, fragmentación χάλαζαν ὑετοῦ πεπηγότος διάθρυψιν Ar.Did.35.
2 blandura, molicie, relajación τῶν γυναικῶν Chrys.Virg.75.28
afectación προσώπων εὐμορφία καὶ κινημάτων δ. Chrys.Sac.6.2.25.