ἀκκισμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, prudery, Philem.4.14, Luc.Am.4, Philostr.Ep.35, Hld.6.4.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): ἀκισ- Sch.A.Eu.206 (p.213)
gazmoñería, remilgo Philem.3.14, Ph.4.190, Luc.Am.4, Hld.6.4.1, Hsch.
German (Pape)
ὁ, Sprödetun, verstellte Weigerung, Ziererei, Luc. Amor. 4.42; Philem. bei Athen. 13.569f.
Russian (Dvoretsky)
ἀκκισμός: ὁ жеманничание, притворство Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκκισμός: προσποίησις ἀδιαφορίας, σεμνοτυφία, ψευδοκοσμιότης, Φιλήμ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1.14· πρβλ. ἀκκίζομαι.
Greek Monolingual
ο (Α ἀκκισμὸς) ἀκκίζομαι
επίπλαστοι τρόποι, ψευδοσεμνοτυφία.