ἀτρόμητος
English (LSJ)
ον, = sq., B.12.123, AP6.256 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 389] = folgdm, Antp. Sid. 40 (VI, 256).
Greek (Liddell-Scott)
ἀτρόμητος: -ον, = τῷ ἑπομ., οὐδ’ Ὀλύμπιος Ζεὺς ἀτρόμητος εἶδεν Ἀνθ. Π. 6. 256.
Spanish (DGE)
-ον
que no tiembla, intrépido Νηρῇδος ἀ. υἱός B.13.123, cf. AP 6.256 (Antip.Sid.).