ἐγερτήριος
From LSJ
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
Spanish (DGE)
-ον
que estimula o incita μέλος διάτορον ... καὶ οἷον εἰς τὴν μάχην ἐγερτήριον Ael.VH 2.44, λόγος ... ἐ. εἰς μάχην Eust.1269.12, cf. 1171.40
•subst. τὸ ἐ. estímulo, impulso (τῷ λαγῷ) τὰ ὦτά ἐστι ... ἐγερτήρια δρόμου Ael.NA 13.14.