αἱμακουρία

Revision as of 12:09, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_2)

French (Bailly abrégé)

v. αἱμακορία.

English (Slater)

αἱμακουρία
   1 funeral sacrifice νῦν δ' ἐν αἱμακουρίαις ἀγλααῖσι μέμικται, Ἀλφεοῦ πόρῳ κλιθεὶς τύμβον ἀμφίπολον ἔχων πολυξενωτάτῳ παρὰ βωμῷ (sc. Πέλοψ. Βοιωτικὴ ἡ φωνή. Βοιωτοὶ γὰρ αἱμακουρίας τὰ τῶν νεκρῶν ἐναγίσματα λέγουσιν. Σ.) (O. 1.90)

Spanish (DGE)

(αἱμᾰκουρία) -ας, ἡ
ofrenda de sangre en honor a los muertos, Pi.O.1.90, Plu.Arist.21.