ἀνάδετος

Revision as of 12:12, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_3)

English (LSJ)

ον,

   A binding up hair, μίτραι E.Hec.923.    2 in pass. sense, πῶλον Χαρίτων μίτραις ἀνάδετον Him.Ecl.13.36.

German (Pape)

[Seite 186] aufgebunden, μίτραι, Eur. Hec. 913, die aufgebundenen, das Haar selbst aufbindenden.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάδετος: -ον, ὁ ἀναδεδεμένος, ἐγὼ δὲ πλόκαμον ἀναδέτοις μίτραισιν ἐρρυθμιζόμαν Εὐρ. Ἑκ. 923, ὅπερ ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «ηὐτρέπιζον κατὰ τάξιν καὶ ἐκόσμουν ἐν μίτραις καὶ ταινίαις ἐπάνω τῆς κεφαλῆς δεδεμέναις».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 attaché en haut;
2 qui retient (les cheveux) relevés.
Étymologie: ἀναδέω.

Spanish (DGE)

-ον
1 ceñido (πῶλον) ταῖς Χαρίτων μίτραις ὅλον ποιήσας ἀνάδετον Him.12.36.
2 que recoge hacia arriba el cabello μίτραι E.Hec.923.