ἀναδέω
Ὡς οὐδὲν ἡ μάθησις, ἂν μὴ νοῦς παρῇ → Quam nihil est disciplina, ni mens → Wie wenig taugt das Lernen, wenn Begabung fehlt
English (LSJ)
poet. ἀνδέω, Att. contr. part. ἀναδῶν (infr. 1.2): fut. -δήσω: aor. ἀνέδησα (v. infr.): pf. ἀναδέδεκα Nic.Dam.p.113D.:—Med. and Pass., Att. contr. ἀναδοῦνται, ἀναδούμενος (infr. 1.2, III):—Pass., pf. -δέδεμαι:—
A bind, iie up, wreath, δάφνᾳ κόμας ἀναδήσαντες Pi.P.10.40; στέφανοι ἀνέδησαν ἔθειραν I.5(4).9:—Med., ἀναδέεσθαι τὰς κεφαλὰς μίτρῃσι bind their heads... Hdt.1.195; ἀνδησάμενος κόμαν having wreathed one's hair, Pi.N.11.28, cf. I.1.28:—so in Pass., μίτρᾳ ἀναδεδεμένος τὴν κόμην Luc.DDeor.18.1; κρωβύλον ἀναδεῖσθαι τῶν τριχῶν bind one's hair into a knot, Th.1.6; στέμμ' ἀναδησάμενος having bound his brows with the fillet, Epigr.Gr.873.4 (Cyrene); τίς τοσάσδε.. ἀνεδήσατο νίκας; who has won so many crowns of victory? Simon.10: metaph., τὴν ἀρχήν App.BC1.84; κλέος, κράτος, Procop.Vand.2.27, Pers.1.14; ἆθλον Chor.Zach.6.9.
2 c. acc. pers., crown, τινὰ στεφάνοις Pi.P.2.6; λήροις (Com. for στεφάνοις) ἀναδῶν τοὺς νικῶντας Ar.Pl.589; ἀ. τινὰ εὐαγγέλια crown him for good tidings, 764; τὸν ἡνίοχον Th.5.50:—metaph. in Pass., τροφῇ τε καὶ τοῖς ἄλλοις πἀσιν, ὅσων βίος δεῖται, ἀναδοῦνται are well furnished with... Pl.R. 465d.
II ἀναδῆσαι τὴν πατριὴν ἐς ἑκκαιδέκατον θεόν trace one's family to a god in the sixteenth generation, Hdt.2.143.
III Med., fasten by a rope to oneself, ὤνευον ἀναδούμενοι τοὺς σταυρούς Th.7.25; especially of a ship, ἀναδούμενος ἑλκειν take in tow, 1.50, 2.90, etc.: metaph., ἀναδεῖσθαί τινας attach them to oneself, Aristid. Or.46(3).25, Ael.VH4.9, Luc.Im.1; ἀπὸ τῶν ὤτων τινὰ ἀναδησάμενος Id.Scyth.11; ἀναδεῖσθαί τι ἔκ τινος makedependent upon... Plu.2.222e; ἐκ τοῦ φιλοκάλου μάλιστα τῆς ψυχῆς ἀναδούμενος τὴν πίστιν 343a:—Pass., ἀναδεδέσθαι ἔκ τινος, εἰς τὴν ὀροφήν, Id.Dio 26, Eum. 11.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): poét. ἀνδέω
• Morfología: [perf. act. ἀναδέδεκα Nic.Dam.Vit.Caes.70, pas. ἀναδέδεμαι Plu.Dio 26]
I atar hacia arriba
1 en act. c. ac. del cabello recoger, ceñir δάφνᾳ τε χρυσέᾳ κόμας ἀναδήσαντες habiendo ceñido sus cabelleras con áureo laurel Pi.P.10.40, ὅντιν' ἀθρόοι στέφανοι ... ἀνέδησαν ἔθειραν Pi.I.5.9, c. ac. de la cabeza κεφαλήν Pl.Smp.213e
•v. med. c. ac. del cabello o la cabeza y dat. instrum. recogerse, ceñirse ἀνδησάμενός τε κόμαν ἐν πορφυρέοις ἔρνεσιν Pi.N.11.28, cf. I.1.28, χρυσών τεττίγγων ἐνέρσει κρωβύλον ἀναδούμενοι Th.1.6, cf. Luc.Nau.3, μίτρᾳ μὲν ἀναδεδεμένος τὴν κόμην Luc.DDeor.18.1, τὰς κεφαλὰς μίτρῃσι ἀναδέονται Hdt.1.195, ἄνθεσιν ξανθὰν ἀναδησάμενος κεφαλάν B.10.16
•c. el instrum. solamente τίς δὴ ... τοσάδ' ... στεφάνοισι ῥόδων ἀνεδήσατο; ¿quién se ha ceñido tantas veces la cabeza con coronas de rosas? Simon.1.
2 c. ac. int., v. med. ceñirse στέμμ' ἀναδησάμενος habiéndose ceñido una corona, Epigr.Gr.873.4
•fig. coronar, alcanzar, conseguir τὸ ἀναδήσασθαι τὸν στέφανον τοῦτον POxy.1252.ue.20 (III a.C.), (στεφάνους) ἀναδησάμενος πρῶτος SB 4229.6 (III/IV a.C.)
•c. ac. de ἀρχήν, κλέος, etc. lograr, conseguir App.BC 1.84, Procop.Vand.2.27.11, Pers.1.14.23, Chor.Dial.4.11.
3 v. act. c. ac. pers. (o cosa personificada) e instrum. de ‘corona’ coronar ἀνέδησεν Ὀρτυγίαν στεφάνοις coronó a Ortigia (e.d. Siracusa), Pi.P.2.6, ἡμᾶς ... τοῖς ῥοδίνοις (στεφάνοις) ἀναδησαμένους Plu.2.645d
•c. ac. de pers. solamente ἀνέδησε τὸν ἡνίοχον Th.5.50, σὲ μὲν ἀνέδησα Pl.Smp.213e, ἀνέδουν τὸν βασιλέα Luc.Zeux.11, ἀναδεῖν τὰ εἰκόνια poner guirnaldas a las estatuillas Plu.2.753b
•c. otros instrum. proveer abundantemente, colmar λήροις ἀναδῶν τοὺς νικῶντας coronando con baratijas a los vencedores Ar.Pl.589, ἀναδῆσαι ... σε κριβανιτών ὁρμαθῷ Ar.Pl.764
•fig. colmar, proveer τροφῇ τε καὶ τοῖς ἄλλοις πᾶσιν ὅσων βίος δεῖται αὐτοί τε καὶ παῖδες ἀναδοῦνται son honrados, ellos y sus hijos, con el alimento y con todas las demás cosas necesarias para la vida Pl.R.465d, ἡ Τύχη αὐτὸν ἀναδέδεκεν Nic.Dam.Vit.Caes.70.
II atar hacia atrás en sent. fig. vincular ἀναδήσαντι τὴν πατριὴν ἐς ἐκκαιδέκατον θεόν vinculando su estirpe a un dios en la decimosexta generación Hdt.2.143.
III en v. med.
1 c. ac. de pers. atar, unir a alguien a sí, atraer, ganarse πάντας μὲν ἀναδήσασθαι τῷ ἡδεῖ Aristid.Or.46.25, τὸν Κότυν ἀναδούμενοι διὰ τῆς τοιαύτης χάριτος ganándose a Cotis mediante este favor Plb.30.17.4, σε ἀπὸ τῶν ὤτων ἀναδησάμενος habiéndote atrapado por los oídos, teniéndote pendiente Luc.Scyth.11, cf. Im.1, αὐτοὺς ἐχειρώσατο καὶ ἀνεδήσατο τῇ συνουσίᾳ Ael.VH 4.9
•c. ac. de cosa atar ὤνευον ἀναδούμενοι τοὺς σταυρούς arrancaban con cabrestantes las estacas tras atarlas (con cables), Th.7.25.
2 esp. ref. a barcos amarrar, echar un cable (para remolcarlos), Th.1.50, 2.90, D.50.20, Plb.1.28.7.
3 colgar de c. εἰς y ac. εἰς τὴν ὀροφήν colgar del techo Plu.Eum.11
•c. ἐκ y gen. ἀναδεδεμένων ἐκ τῆς πήρας Plu.Dio 26
•c. ac. de cosa y gen. prenderse κορόμβους δ' ἀναδούμενοι τῶν τριχῶν Heraclid.Pont.55
•c. ac. de cosa y gen. c. ἐκ, fig. hacer depender de ἀνεδεῖτο τὴν ἡγεμονίαν ἐξ ἐκείνης Plu.2.322e, cf. 2.343a.
German (Pape)
[Seite 186] (s. δέω), 1) umbinden, umkränzen, τινὰ στεφάνοις, κόμας δάφνᾳ, Pind. P. 2, 6. 10, 40; ὃν στέφανοι ἀνέδησαν ἔθειραν I. 4, 8; med., ἀνδησάμενοι κόμας ἐν ἔρνεσιν N. 11, 28; τοὺς νικῶντας Ar. Plut. 589; komisch, κἀγὼ δ' ἀναδῆσαι βούλομαι εὐαγγέλιά σε – κριβανωτῶν ὁρμαθῷ, mit einem Prätzelting, 764; so auch in Prosa, στεφάνῳ Thuc. 4, 121; τὴν κεφαλὴν ἀναδήσω Plat. Conv. 212 e u. sp. D.; ἄνθος ἐπὶ κροτἀφοις Antiphan. 4 (XI, 168); übertr., ehren, τροφῇ τε καὶ τοῖς ἄλλοις ἀναδοῦνται Plat. Rep. V, 465 d. – 2) aufbinden, med., ἀναδούμενοι κρώβυλον Thuc. 1, 6. – 3) Her. anknüpfen, ἑαυτὸν, πατριήν, ἐς θεόν, ἐς ἢρωα, 2, 143, an einen Gott, von einem Gott als Stammvater sein Geschlecht ableiten; ἀναδεδέσθαι ἔκ τινος, an etwas angebunden sein, Plut. Eum. 11. – Bei Sp. ἀναδεῖσθαι κλέος, αἶσχος, δόξαν, sich Ehre, Schande, Ruhm erwerben; aber ἀναδεδέσθαι διαδήματι, eigtl. mit dem Diadem gekrönt, Plut. Caes. 61. – Med. Ein erobertes Schiff an das eigene anknüpfen u. fortschaffen (ins Schlepptau nehmen), Thuc. 2, 90 ἀναδούμενοι εἷλκον; Xen. Hell. 1, 6, 21 u. öfter; Dem. 50, 20; Pol. 1, 28, der auch ἀναδεδεμένος τὴν ναῦν 16, 6 von einem sagt, der das feindliche Schiff gefangen fortführt; ἀπάγει αὐτοὺς ἀναδησάμενος τῶν ὤτων Luc. lup. trag. 15, an den Ohren sie fesselnd.
French (Bailly abrégé)
ἀναδῶ :
f. ἀναδήσω, ao. ἀνέδησα, Pass. ao. ἀνεδέθην, pf. ἀναδέδεμαι;
1 attacher en haut ; particul. attacher sur la tête, couronner : χρυσῷ στεφάνῳ THC d'une couronne d'or;
2 rattacher à (litt. en remontant à) : ἀν. ἑαυτὸν ἔς τινα rattacher son origine à qqn;
Moy. ἀναδέομαι;
1 attacher sur soi ou pour soi : τὰς κεφαλὰς μίτρῃσι HDT se ceindre la tête d'un bandeau ; κρώβυλον ἀν. τῶν τριχῶν THC nouer sa chevelure en chignon;
2 attacher à soi-même, ou pour tirer à soi ; ἀν. τὰ σκάφη τῶν νεῶν THC remorquer à l'aide d'un câble les coques des bâtiments ; fig. ἀν. τινα ÉL s'attacher à qqn;
3 fig. rattacher à : τι ἔκ τινος faire dépendre une chose d'une autre.
Étymologie: ἀνά, δέω¹.
Russian (Dvoretsky)
ἀναδέω: поэт. тж. ἀνδέω
1 тж. med. повязывать (τὰς κεφαλὰς μίτρῃσι Her.);
2 обвивать, украшать (κόμας δάφνᾳ Pind.; χρυσῷ στεφάνῳ Thuc.: λόγχην ταινίαις καὶ στεφανώμασι Plut.);
3 вплетать (ἄνθος ἐπὶ κροτάφοις Anth.);
4 увенчивать (τοὺς νικῶντας Arph.); перен. награждать (τροφῇ τε καὶ τοῖς ἄλλοις Plat.);
5 короновать (τινα Plut.);
6 med. подвязывать, завязывать себе (κρώβυλον τῶν τριχῶν Thuc.);
7 привязывать (τι πρός τι Plut.): τὰς νεὰς ἀναδούμενοι εἷλκον Thuc. они взяли на буксир и потащили суда; ἀναδεῖσθαί τι ἔκ τινος Plut. ставить что-л. в связь с чем-л.;
8 перен. связывать (родством), соединять: ἀναδῆσαι ἑαυτὸν ἔς τινα Her. вести свою родословную от кого-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδέω: ποιητ. ἀνδέω, Ἀττ. συνῃρ. μετοχ. ἀναδῶν (κατωτέρ. Ι. 2): μέλλ. -δήσω: ἀόρ. ἀνέδησα: - Μέσ. καὶ Παθ., Ἀττ. συνῃρ. ἀναδοῦνται, ἀναδούμενος, (κατωτ. Ι. 2, ΙΙΙ): - Παθ., πρκμ. -δέδεμαι. Δένω πρὸς τὰ ἐπάνω, στεφανώνω, δάφνᾳ ... κόμας ἀναδήσαντες Πινδ. Π. 10. 62· στέφανοι ... ἀναδέεσθαι τὰς κεφαλὰς μίτρῃσι, νὰ δένωσι τὰς κεφαλάς των ..., Ἡρόδ. 1. 195· ἀνδησάμενος κόμαν = στεφανώσας τὴν κόμην του, Πινδ. Ν. 11. 36, πρβλ. Ι. 1. 37· κρώβυλον ἀναδεῖσθαι τῶν τριχῶν, νὰ δένωσι τὴν κόμην των εἰς κόμβον, Θουκ. 1. 6· στέμμ’ ἀναδησάμενος, περιδέσας τοὺς κροτάφους αὑτοῦ διὰ ταινίας, Συλλ. Ἐπιγρ. 5173· ἐντεῦθεν, τίς τοσάσδε ... ἀνεδήσατο νίκας; = τίς τόσους στεφάνους νικῶν ἐκέρδησε; Σιμων. 22· ἀναδεῖσθαι πίστιν, κτῶμαι ὑπόληψιν, ἐμπιστοσύνη, εἰς ἐμαυτόν, Πλουτ. 2. 243Α. 2) μετ’ αἰτ. προσ., περιστέφων τινὰ στεφάνοις Πινδ. Π. 2. 10· λήροις (κωμ. ἀντὶ στεφάνοις) ἀναδῶν τοὺς νικῶντας Ἀριστοφ. Πλ. 589· ἀν. τινὰ εὐαγγέλια, στεφανώνω τινὰ διὰ τὴν καλὴν ἀγγελίαν ἥν μοι ἐκόμισεν, αὐτόθι 764· ἀν. τὸν ἡνίοχον, Θουκ. 5. 50: - μεταφ. ἐν τῷ παθ., τροφῇ τε καὶ τοῖς ἄλλοις πάσιν, ὅσων βίος δεῖται, ... ἀναδοῦνται, εἶναι καλῶς ἐφωδιασμένοι ..., Πλάτ. Πολ. 465D. II. ἀναδῆσαι τὴν πατρίην (ἢ ἑαυτοὺς) ἔς τινα, ἀναφέρω τὸ γένος μου ἢ ἐμαυτὸν εἴς τινα ἀρχηγέτην, θεὸν ἢ ἥρωα, Ἡρόδ. 2. 143. ΙΙΙ. ἐν τῷ μέσ., περιδένω τι διὰ σχοινίου· ὤνευον ἀναδούμενοι τοὺς σταυρούς, περιδένοντες αὐτοὺς τοὺς ἀνεῖλκον διὰ τοῦ «ἐργάτου», Θουκ. 7. 25· ἰδίως ἐπὶ πλοίου, ἀναδούμενος ἕλκειν, προσδένω καὶ σύρω, ῥυμουλκῶ, ὁ αὐτ. 1. 50., 2. 90, κτλ.: - μεταφ., ἀναδεῖσθαί τινας, προσηλοῦν αὐτοὺς πρὸς ἑαυτόν, Αἰλ. Π. Ἱ. 4. 9, Λουκ. ἀναδεῖσθαί τι ἔκ τινος, ἐξαρτῶ, κάμνω ὥστε νὰ ἐξαρτᾶται ..., Πλούτ. 2. 322Ε· καὶ ἐν τῷ παθ., ἀναδεδέσθαι ἔκ τινος ἢ εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν βίῳ Δίωνος 26, Εὐμ. 11.
English (Slater)
ἀναδέω
a bind on top, crown (med., one's own head) ἀνέδησεν Ὀρτυγίαν στεφάνοις (P. 2.6) δάφνᾳ τε χρυσέᾳ κόμας ἀναδήσαντες εἰλαπινάζοισιν εὐφρόνως (P. 10.40) ἀνδησάμενός τε κόμαν ἐν πορφυρέοις ἔρνεσιν (N. 11.28) τῶν (sc. στεφάνων) ἀθρόοις ἀνδησάμενοι θαμάκις ἔρνεσιν χαίτας (I. 1.28) Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων (Er. Schmid: ἀνδεῖσθαι codd.) (I. 2.16) ἀν]δησάμεναι πλοκάμους μύρτων ὑπ[ (supp. Lobel.) Πα. 13a. 16.
b of the crowns themselves, bind ὅντιν' ἀθρόοι στέφανοι χερσὶ νικάσαντ ἀνέδησαν ἔθειραν ἢ ταχυτᾶτι ποδῶν (I. 5.9)
Greek Monolingual
ἀναδέω (ΑΜ)
Ι. (ενεργ. και μέσ.) (για τα μαλλιά) δένω επάνω, στολίζω με κορδέλα, στεφάνι κ.ά.
ΙΙ. μέσ.
1. κερδίζω στεφάνια νίκης, ή απλώς, κερδίζω, αποκτώ
μσν.
μέσ. παίρνω και βάζω στο κεφάλι μου
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. στολίζω τα μαλλιά κάποιου με στεφάνι, στεφανώνω
2. αναφέρω, ανάγω «Ἑκαταίῳ... ἀναδήσαντι τὴν πατριὴν ἐς ἐκκεδέκατον θεόν» (Ηρόδ. 2, 143) ΙΙ. μέσ.
1. δένω κάτι επάνω μου με σκοινί
2. (για πλοία) προσδένω και σύρω, ρυμουλκώ
3. κάνω κάποιον ή κάτι να εξαρτάται από κάπου, προσηλώνω, εξαρτώ
ΙΙΙ. παθ. είμαι εφοδιασμένος με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + δέω.
ΠΑΡ. ανάδεση (-ις) αρχ. ἀναδέσμη, ἀνάδετος, ἀνάδημα
νεοελλ.
αναδένω, αναδετικός].
Greek Monotonic
ἀναδέω: Αττ. μτχ. ἀναδῶν· μέλ. -δήσω, αόρ. αʹ ἀνέδησα· — Μέσ. και Παθ. Αττ. συνηρ. ἀναδοῦνται, ἀναδούμενος· παρακ. Παθ. -δέδεμαι·
I. 1. σφίγγω ή δένω, σε Πίνδ. — Μέσ., ἀναδέεσθαι τὰς κεφαλάς, να δένουν τα κεφάλια τους, σε Ηρόδ.· κρώβυλον ἀναδεῖσθαι τῶν τριχῶν, δένω τα μαλλιά κάποιου σε κόμπο, σε Θουκ.
2. με αιτ. προσ., στεφανώνω, σε Πίνδ., Θουκ.· εὐαγγέλια ἀναδεῖν τινα, τον στεφανώνει για τις καλές ειδήσεις, σε Αριστοφ.· μεταφ. στην Παθ., τροφῇ ἀναδοῦνται, είναι καλά εφοδιασμένοι με φαγητό, σε Πλάτ.
II. ἀναδῆσαι τὴν πατρίην ἔς τινα, συνδέω την οικογένειά μου με τον θεμελιωτή της, ανιχνεύω τις απαρχές της, βρίσκω το γενεαλογικό μου δέντρο, σε Ηρόδ.
III. Μέσ., λέγεται για πλοίο, ἀναδούμενος ἕλκειν, ρυμουλκώ, σε Θουκ.
IV.μεταφ. στην Παθ., ἀναδεδέσθαι ἔκ τινος ή εἴς τι, είμαι εξαρτημένος από, σε Πλούτ.
Middle Liddell
I. to bind or tie up, Pind.: Mid., ἀναδέεσθαι τὰς κεφαλάς to bind their heads, Hdt.; κρώβυλον ἀναδεῖσθαι τῶν τριχῶν to bind one's hair into a knot, Thuc.
2. c. acc. pers. to crown, Pind., Thuc.; εὐαγγέλια ἀναδεῖν τινα to crown him for good tidings, Ar.:—metaph. in Pass., τροφῆι ἀναδοῦνται are well furnished with food, Plat.
II. ἀναδῆσαι τὴν πατρίην ἔς τινα to attach one's family to a founder, trace it back, Hdt.
III. Mid., of a ship, ἀναδούμενος ἕλκειν to take in tow, Thuc.
IV. metaph. in Pass., ἀναδεδέσθαι ἔκ τινος or εἴς τι to be dependent upon, Plut.
Lexicon Thucydideum
redimire, coronare, to crown, adorn with garlands, 4.121.1, 5.50.4, [ἀναδοῦντες libri pro texts instead of ἀναλοῦντες,4.48.3. cf. Popp. adn. compare Poppo's note]
MED. religare, to bind fast, 1.6.3, 7.25.6,
religare ex suis navibus, to lash together from their own ships, et plerumque addito verbo and generally with addition of the verb ἕλκειν simi- simi-libusve, or the like remulco trahere, to tow along, 1.50.1, 2.90.6, 2.92.2, 4.14.1. 7.74.2.