τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ → estimate the penalty for myself at so high a rate
ἀναφυρμός: -οῦ, ὁ, σύγχυσις, «τὸν τοῦδε τοῦ βίου ἀναφυρμόν» Κύριλλ. Ἀλεξ. τόμ. Β΄, σ. 489, λη΄.
-οῦ, ὁconfusión, alboroto πικρὰν ἀνάχυσιν καὶ ἀ. Cyr.Al.M.68.925C.