ἀναφώνημα
English (LSJ)
ατος, τό,
A acclamation, salutation, Plu.Pomp.13, etc. 2 exclamation, Id.Mar.19. 3 interjection, Heph.Poëm.5.3.
German (Pape)
[Seite 214] τό, der Ausruf, Plut. Mar. 19; Zuruf, Pomp. 13 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφώνημα: -ατος, τό, ἀνακήρυξις, ἀναφώνημα... τοῦ στρατοῦ Πλουτ. Πομπ. 13, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 proclamation, acclamation;
2 exclamation.
Étymologie: ἀναφωνέω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 aclamación ἕτεροι δέ φασιν ἐν Λιβύῃ πρότερον ἀ. τοῦτο τοῦ στρατοῦ παντὸς γενέσθαι Plu.Pomp.13.
2 refrán, grito repetido en la lírica ἀνομοιόστροφα δέ ἐστιν, ὅσα πάντως διαιρεῖται ... ἢ κατ' ἄλλο τι ἀναφώνημα Heph.Poëm.5.3
•en gener. ἀντήχει πρὶν εἰς χεῖρας συνελθεῖν τὸ ἀ. Plu.Mar.19.
3 interjección ὤμοι· ἀναφώνημα ἐστὶ λύπης δηλωτικόν An.Ox.450.